- πρωτεύω
- ΝΜΑ [πρῶτος]1. καταλαμβάνω ή κατέχω την πρώτη θέση, σειρά ή βαθμό, έχω ή παίρνω τα πρωτεία, είμαι πρώτος (α. «πρωτεύων ρόλος» β. «πρώτευσε στους διαγωνισμούς» γ. «πρωτεύειν καρτερίᾳ», Ξεν.)2. είμαι ή αναδεικνύομαι ανώτερος, υπερτερώ, υπερβαίνω, ξεπερνώ κάποιον («τῆς Ἀρτέμιδος αὑτὸν πρωτεύειν ταῑς κυνηγεσίαις», Διοδ. Σ.)νεοελλ.1. το θηλ. ως ουσ. η πρωτεύουσαβλ. πρωτεύουσα2. το ουδ. εν. ως ουσ. το πρωτεύον(ενν. στοιχείο) (φιλοσ.) όρος που χρησιμοποιείται στη φιλοσοφία προκειμένου να δηλωθεί η κυρίαρχη σημασία τού ενός από τα δύο μέλη τής σχέσης ύλη - πνεύμα3. (η μτχ. ουδ. πληθ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) τα πρωτεύονταζωολ. βλ. πρωτεύοντα4. φρ. α) «πρωτεύοντες άνεμοι»(μετεωρ.) οι τέσσερεις κύριοι άνεμοι, δηλαδή ο βόρειος, ο ανατολικός, ο νότιος και ο δυτικόςβ) «πρωτεύων τόνος»(μετρ.) ο κύριος τόνος ενός μετρικού συστήματος και, ιδίως, ημιστιχίουγ) «πρωτεύοντα μαθήματα» — μαθήματα με κύρια ή βαρύνουσα σημασία, όπως είναι λ.χ. τα ελληνικά και τα μαθηματικάμσν.-αρχ.(η μτχ. αρσ. πληθ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) oἱ πρωτεύοντεςοι πρώτοι άνδρες τής πολιτείας, οι προύχοντες.
Dictionary of Greek. 2013.